teigne

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
teigne teignes

teigne (fr) θηλυκό

  1. (ιατρική) η κασίδα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
teigne teignes

teigne (fr) θηλυκό

  1. (εντομολογία) είδος λεπιδόπτερων