teigne
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
teigne | teignes |
teigne (fr) θηλυκό
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
teigne | teignes |
teigne (fr) θηλυκό
- (εντομολογία) είδος λεπιδόπτερων