telefono
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Βασκικά (eu)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
telefono (eu)
- το τηλέφωνο
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
telefono (eo)
- το τηλέφωνο
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
telefono | telefoni |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
telefono (it) αρσενικό
- το τηλέφωνο