temperówka
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | temperówka | temperówki |
γενική | temperówki | temperówek |
δοτική | temperówce | temperówkom |
αιτιατική | temperówkę | temperówki |
οργανική | temperówką | temperówkami |
τοπική | temperówce | temperówkach |
κλητική | temperówko | temperówki |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
temperówka (pl) θηλυκό
- η ξύστρα για μολύβια κλπ.