temperówka

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική temperówka temperówki
γενική temperówki temperówek
δοτική temperówce temperówkom
αιτιατική temperówkę temperówki
οργανική temperówką temperówkami
τοπική temperówce temperówkach
κλητική temperówko temperówki

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

temperówka (pl) θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]