tendancieux
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | tendancieux | tendancieuxs |
θηλυκό | tendancieuxe | tendancieuxes |
Επίθετο[επεξεργασία]
tendancieux (fr)
- (για λόγια) που εμφανίζουν μια τάση με έμμεσο τρόπο, χωρίς ξεκάθαρη έκφραση
- (κατ’ επέκταση) μεροληπτικός, άδικος, μη ανεκτικός