teologo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- teologo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | teologo | teologoj |
αιτιατική | teologon | teologojn |
teologo (eo)
- ο θεολόγος
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
teologo (it) αρσενικό