termin

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

termin (pl) αρσενικό

  1. ο όρος, λέξη που χρησιμοποιείται σε συγκεκριμένο χώρο ή επιστήμη
  2. η διορία, η προθεσμία