terra
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
terra | terre |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
terra (it) θηλυκό
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
terra (la) θηλυκό
- η γη
Κλίση[επεξεργασία]
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | terra | terrae |
γενική | terrae | terrārum |
δοτική | terrae | terrīs |
αιτιατική | terram | terrās |
κλητική | terra | terrae |
αφαιρετική | terrā | terrīs |
Πηγές[επεξεργασία]
- terra - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
terra | terras |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
terra (pt) θηλυκό