testamentaire
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- testamentaire < testament
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
testamentaire | testamentaires |
testamentaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό