text
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
text | texts |
text (en)
- το μήνυμα, περικοπή του text message
- ↪ Send a text to this number to vote.
- Στείλετε μήνυμα σε αυτόν τον αριθμό για να ψηφίσετε.
- ↪ Send a text to this number to vote.
- το κείμενο, ένα βιβλίο, θεατρικό έργο κτλ., ειδικά ένα που μελετάται
- ↪ All the texts he wrote were published.
- Όλα τα κείμενα που έγραψε δημοσιεύτηκαν.
- ↪ All the texts he wrote were published.
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | text |
γ΄ ενικό ενεστώτα | texts |
αόριστος | texted |
παθητική μετοχή | texted |
ενεργητική μετοχή | texting |
text (en)
- στέλνω μήνυμα, γραμμένο με απλούς χαρακτήρες του αλφαβήτου, συνήθως μέσω κινητού τηλεφώνου
- ↪ I texted him telling him we’re waiting at the bar.
- Του έστειλα μήνυμα να του πω πως περιμένουμε στο μπαρ.
- ≈ συνώνυμα: message, SMS και text-message
- ↪ I texted him telling him we’re waiting at the bar.
Σύνθετα[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
text (ro)
- το κείμενο