text

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Text

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /tɛkst/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
text texts

text (en)

  1. το μήνυμα, περικοπή του text message
    Send a text to this number to vote.
    Στείλετε μήνυμα σε αυτόν τον αριθμό για να ψηφίσετε.
  2. το κείμενο, ένα βιβλίο, θεατρικό έργο κτλ., ειδικά ένα που μελετάται
    All the texts he wrote were published.
    Όλα τα κείμενα που έγραψε δημοσιεύτηκαν.

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας text
γ΄ ενικό ενεστώτα texts
αόριστος texted
παθητική μετοχή texted
ενεργητική μετοχή texting

text (en)

Σύνθετα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

text (ro)