therapy

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
therapy therapies

Ετυμολογία [επεξεργασία]

therapy < νεολατινική therapīa < αρχαία ελληνική θεραπεία < θεραπεύω.[1] (μαρτυρείται από το 1846[1] ή 1838[2])

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈθer.ə.pi/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

therapy (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  1. η θεραπεία
  2. η θεραπευτική[3]

Υπώνυμα[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας therapy
γ΄ ενικό ενεστώτα therapies
αόριστος therapied
παθητική μετοχή therapied
ενεργητική μετοχή therapying

therapy (en) (σπάνιο)

  1. (μεταβατικό) θεραπεύω
  2. (αμετάβατο) θεραπεύομαι

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. 1,0 1,1 therapy - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
  2. therapy - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)
  3. therapy - Webster’s Revised Unabridged Dictionary, G. & C. Merriam, 1913.

Πηγές[επεξεργασία]

  • therapy - Cambridge Dictionary online
  • therapy - Dictionary.com. Λήμματα από διάφορα λεξικά για την αγγλική γλώσσα. © 2019 Dictionary.com, LLC