thermometer

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Thermometer

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
thermometer thermometers

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

thermometer (en)

  • το θερμόμετρο
    The thermometer indicates an increase in temperature.
    Το θερμόμετρο δείχνει άνοδο της θερμοκρασίας.

Πηγές[επεξεργασία]