thing

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
thing things

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

thing (en)

  1. το πράγμα
    The same thing has happened twice already.
    Το ίδιο πράγμα έχει συμβεί δυο φορές ήδη.
  2. (στον πληθυντικό) τα πράγματα που ανήκουν σε κάποιον
  3. πρόβλημα, δίλημμα

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]