thinking

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

thinking (en)

  • (μόνο πριν από το ουσιαστικό) σκεπτόμενος
    What thinking person says these things?
    Ποιος σκεπτόμενος άνθρωπος λέει αυτά τα πράγματα;

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

thinking (en) (μη μετρήσιμο)

  • η σκέψη, ιδέες ή απόψεις για κάτι
    We like her way of thinking!
    Μας αρέσει ο τρόπος σκέψης της!

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

thinking (en)

Πηγές[επεξεργασία]