thorn

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
thorn thorns

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

thorn (en)

  • το αγκάθι
    I was scratched by the thorns.
    Γρατζουνίστηκα από τα αγκάθια.

Πηγές[επεξεργασία]