thorn
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
thorn | thorns |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
thorn (en)
- το αγκάθι
- ↪ I was scratched by the thorns.
- Γρατζουνίστηκα από τα αγκάθια.
- ↪ I was scratched by the thorns.