thoroughly
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | thoroughly |
συγκριτικός | more thoroughly |
υπερθετικός | most thoroughly |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
thoroughly (en)
- ενδελεχώς, επιμελώς, με προσοχή στη λεπτομέρεια, χωρίς να παραλειφθεί τίποτα
- τελείως, απολύτως, εντελώς
- ↪ I am thoroughly convinced that…
- Είμαι απόλυτα πεπεισμένος ότι…
- ↪ He is thoroughly unreliable.
- Είναι εντελώς αναξιόπιστος.
- ↪ He is thoroughly incapable of…
- Είναι εντελώς ανίκανος να…
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη completely
- ↪ I am thoroughly convinced that…
Πηγές[επεξεργασία]
- thoroughly - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 296. ISBN 9780194325684., λήμμα: εντελώς