thyroïde
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- thyroïde < θυρεοειδής
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
thyroïde | thyroïdes |
thyroïde (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
thyroïde | thyroïdes |
thyroïde (fr) θηλυκό
- ο θυρεοειδής (αδένας)