tigresse
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
tigresse | tigresses |
tigresse (fr) θηλυκό
- (θηλαστικό ζώο) η τίγρη, το θηλυκό του τίγρης
- (μεταφορικά) χαϊδευτικό όνομα για ένα ζωηρό κορίτσι
- (μεταφορικά) πολύ ζηλιάρα και επιθετική γυναίκα