tike

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

tike (en) (& tyke)

  1. κοπρίτης
  2. αγενής
  3. διαολόπαιδο (όμως προτιμάται η μορφή tyke)