tinker

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

tinker (en)

Ρήμα[επεξεργασία]

tinker

  1. πειράζω κάτι, "παίζω" με τα χέρια μου κάτι
  2. μαστορεύω