tiré à part
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
tiré à part | tirés à part |
tiré à part (fr) αρσενικό
- μέρος ενός βιβλίου ή ενός περιοδικού που δημοσιεύεται ξεχωριστά σαν φυλλάδιο ή βιβλιαράκι, ανάτυπο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη tirer