tiraillement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
tiraillement tiraillements

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

tiraillement (fr) αρσενικό

  1. συνεχές τράβηγμα
  2. (μεταφορικά) η δυσκολία λήψης κάποιας απόφασης λόγω ενδοιασμών μεταξύ διαφόρων απόψεων