tiraillement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
tiraillement | tiraillements |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
tiraillement (fr) αρσενικό
- συνεχές τράβηγμα
- (μεταφορικά) η δυσκολία λήψης κάποιας απόφασης λόγω ενδοιασμών μεταξύ διαφόρων απόψεων