tire-au-flanc
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
tire-au-flanc | tire-au-flanc |
tire-au-flanc (fr) αρσενικό
- στρατιώτης που προσπαθεί να γλυτώσει τις αγγαρείες
- (κατ’ επέκταση) τεμπέλης, o λουφαδόρος