tire-pied
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
tire-pied | tire-pied και tire-pieds |
tire-pied (fr) αρσενικό
- δερμάτινος ιμάντας που χρησιμοποιούν οι υποδηματοποιοί για να στερεώνουν το εργόχειρό τους στα γόνατά τους