tirette

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

tirette < tirer

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
tirette tirettes

tirette (fr) θηλυκό

  1. (παρωχημένο) κορδόνι για το τράβηγμα
  2. μεταλλικό εξάρτημα ορισμένων φούρνων που χρησιμεύει για να κλείνει η καπνοδόχος
  3. μεταλλικό εξάρτημα που μπορεί κάποιος να τραβήξει για να θέση σε λειτουργία μια συσκευή
  4. (ιδιωματικό) το φερμουάρ