toasteur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
toasteur | toasteurs |
toasteur (fr) αρσενικό
- η τοστιέρα
ενικός | πληθυντικός |
toasteur | toasteurs |
toasteur (fr) αρσενικό