toilette
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
toilette | toilettes |
toilette (fr) θηλυκό
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- Προσοχή: στον πληθυντικό, les toilettes = το αποχωρητήριο.