tokarka

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική tokarka tokarki
γενική tokarki tokarek
δοτική tokarce tokarkom
αιτιατική tokar tokarki
οργανική tokar tokarkami
τοπική tokarce tokarkach
κλητική tokarko tokarki

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /tɔˈkarka/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

tokarka (pl) θηλυκό