tolerant

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

tolerant (en)

  1. ανεκτικός (σε λάθη, παραλείψεις, άλλες απόψεις)
  2. ανθεκτικός (που έχει την ικανότητα να αντέχει σε δύσκολες συνθήκες)



Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

tolerant (ro)

  1. ανεκτικός