tolerant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
tolerant (en)
- ανεκτικός (σε λάθη, παραλείψεις, άλλες απόψεις)
- ανθεκτικός (που έχει την ικανότητα να αντέχει σε δύσκολες συνθήκες)
Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
tolerant (ro)