toothpaste
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
toothpaste | toothpastes |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
toothpaste (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) οδοντόκρεμα