touffeur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
touffeur | touffeurs |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
touffeur (fr) θηλυκό
- η αποπνικτική ατμόσφαιρα
ενικός | πληθυντικός |
touffeur | touffeurs |
touffeur (fr) θηλυκό