tract
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
tract (en)
- έκταση (επιφάνεια γης, θαλάσσης, κλπ.)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
tract | tracts |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
tract (fr) αρσενικό