traction

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

traction (en) (μη μετρήσιμο)

  1. η έλξη, η έλκυση, η ενέργεια του τραβήγματος κάτι κατά μήκος μιας επιφάνειας, η δύναμη που χρησιμοποιείται για να γίνει αυτό
    steam/electric traction - έλξη με ατμό/ηλεκτρισμό
  2. η πρόσφυση, η φυσική δύναμη που εμποδίζει κάτι, για παράδειγμα τους τροχούς ενός οχήματος, να γλιστρήσουν στο έδαφος
    Our tires guarantee excellent/maximum traction in all driving conditions.
    Τα ελαστικά μας εγγυώνται άριστη/μέγιστη πρόσφυση σε όλες τις οδηγικές συνθήκες.
     συνώνυμα: grip

Πηγές[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

traction (fr) θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]