tranché
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
tranché | tranchés |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
tranché (fr) αρσενικό
- (εραλδική) οικόσημο που χωρίζεται σε δύο μέρη με μια πλάγια γραμμή που το διαπερνά από την πάνω δεξιά πλευρά έως την κάτω αριστερά
Μετοχή[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | tranché | tranchés |
θηλυκό | tranchée | tranchées |
tranché (fr)
- → δείτε τη λέξη trancher