trankviliĝi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

trankviliĝi < trankvil- + -iĝ- + -i

Ρήμα[επεξεργασία]

ρήμα trankviliĝi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας trankviliĝas trankviliĝanta trankviliĝata
αόριστος trankviliĝis trankviliĝinta trankviliĝita
μέλλοντας trankviliĝos trankviliĝonta trankviliĝota
υποθετική trankviliĝus - -
προστακτική trankviliĝu - -

trankviliĝi (eo)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]