transcendence

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

transcendence (en)

  1. η υπέρβαση, το να ξεπερνάς κάποια όρια
  2. η υπερβατικότητα
    the transcendence of God

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]