transeo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

transeo < trans + eo

Ρήμα[επεξεργασία]

transeo

  1. μεταβαίνω, περνώ
  2. διέρχομαι, διαβαίνω
  3. μεταβάλλω, μεταμορφώνω
  4. παρέρχομαι
  5. διεξέρχομαι
  6. παραλείπω
  7. διάγω

Κλίση[επεξεργασία]