trapu

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

trapu < trape ή trappe < ίσως από το tarpe (χοντρό ποδάρι)

Επίθετο[επεξεργασία]

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό trapu trapus
θηλυκό trapue trapues

trapu (fr)

  1. κοντόχοντρος
  2. (οικείο) που ξέρει πολλά πράγματα σε κάποιον τομέα, σπίθα, φωστήρας

Αντώνυμα[επεξεργασία]