traverse
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
traverse (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
traverse (en)
- διασχίζω, διατρέχω
- (πληροφορική) διατρέχω, βρίσκω διαδοχικά τα μέλη από τα οποία αποτελείται μία οντότητα (δομή δεδομένων, δίκτυο, κλπ)
- ※ An iterator is an object that can be iterated upon, meaning that you can traverse through all the values.[1]
- → λείπει η μετάφραση
- ※ An iterator is an object that can be iterated upon, meaning that you can traverse through all the values.[1]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ (αγγλικά) «Python Iterators». Προσπέλαση 2020-03-22
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
traverse | traverses |
traverse (fr) θηλυκό