treasurer
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
treasurer | treasurers |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
treasurer (en)
- (επάγγελμα) ο θησαυροφύλακας, ο/η ταμίας
ενικός | πληθυντικός |
treasurer | treasurers |
treasurer (en)