treden
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ολλανδικά (nl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
treden (nl) (αόριστος : trad (πλ: traden), παθ. μτχ. : getreden)
treden (nl) (αόριστος : trad (πλ: traden), παθ. μτχ. : getreden)