tringle
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
tringle | tringles |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- tringle < μέση γαλλική tingle
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
tringle (fr) αρσενικό
- το κουρτινόξυλο, ο « σιδηρόδρομος »
- εργαλείο ενός τενεκετζή
- λείος ανάγλυφος διάκοσμος στο κάτω μέρος ενός τριγλύφου