trivial
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
- τετριμμένος, κοινότοπος
- trivial case - τετριμμένη περίπτωση
- (μαθηματικά) τετριμμένος
- trivial vector space - τετριμμένος διανυσματικός χώρος
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | trivial | triviaux |
θηλυκό | triviale | triviales |
Επίθετο[επεξεργασία]
trivial (fr)