trotskiste
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
trotskiste | trotskistes |
Επίθετο[επεξεργασία]
trotskiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- ο τροτσκιστής, η τροτσκίστρια
ενικός | πληθυντικός |
trotskiste | trotskistes |
trotskiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό