troubling

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

troubling (en)

  1. μετοχή ενεστώτα του ρήματος trouble


Επίθετο[επεξεργασία]

troubling (en)

  1. ανησυχητικό