troupe

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
troupe troupes

troupe (fr) θηλυκό

  1. (παρωχημένο) η ομάδα
  2. ομάδα ένοπλων ανδρών
  3. το ασκέρι
  4. ο θίασος
  5. το μπουλούκι