trousseau
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
trousseau (fr) αρσενικό
- (παρωχημένο) η δέσμη
- τα ρούχα που φέρνει μαζί της μια κοπέλα που ετοιμάζεται να παντρευτεί ή να γίνει μοναχή
- ρούχα που φέρνει μαζί του ένα παιδί που πηγαίνει σε κατασκήνωση
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
- trousseau de clés - δέσμη κλειδιών