trouvaille
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- trouvaille < trouver
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
trouvaille | trouvailles |
trouvaille (fr) θηλυκό
- ένα ευχάριστο εύρημα