truck

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: track

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
truck trucks

Ετυμολογία [επεξεργασία]

truck < truckle < λατινική trochus < αρχαία ελληνική τροχός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /t͡ʃɹʌk/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

truck (en)

  1. (μέσο μεταφορών, αμερικανικά αγγλικά) το φορτηγό (αυτοκίνητο), η νταλίκα
    A truck hit him.
    Τον χτύπησε ένα φορτηγό.
     συνώνυμα: lorry (βρετανικά αγγλικά)
  2. τροχομονάδα (δομοστοιχείο - σύστημα τροχών τρένου), τροχοσασί, τροχόσασο
     συνώνυμα: bogie

Σύνθετα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • truck στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Πηγές[επεξεργασία]