tué
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | tué | tués |
θηλυκό | tuée | tuées |
tué (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | tué | tués |
θηλυκό | tuée | tuées |
tué (fr)