tueur à gages
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
tueur à gages | tueurs à gages |
tueur à gages (fr) αρσενικό
- επαγγελματίας δολοφόνος, που πληρώνεται για τους φόνους που εκτελεί